-
1 заряд
1. эл. το φορτίο, η φόρτιση 2. взр. το γέμισμα, η γόμωσηвзрывать - в шпуре αναφλέγω/ανατινάζω τη γόμωση στην οπή ανατινάξεωνрассредоточенный - взр. διανεμημένο -сосредоточенный - взр. συγκεντρωμένο -шпуровой - взр. η γόμωση της οπήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заряд